- μετριοπαθῶ
- μετριοπαθέωfeel moderatelypres subj act 1st sg (attic epic doric)μετριοπαθέωfeel moderatelypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετριοπαθώ — μετριοπαθῶ, έω (Α) [μετριοπαθής] είμαι μετριοπαθής, υπομένω κάτι με μετριοπάθεια, φέρομαι μετριοπαθώς … Dictionary of Greek